τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
φάκτον — (I) τὸ, Α πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factum «έργο, πράξη, πεπραγμένο»]. (II) τὸ, Α δοχείο μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. λ., η οποία απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pakoto και η οποία θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ρίζα τού επιθ … Dictionary of Greek
χειλικόληκτος — η, ο, Ν 1. γραμμ. αυτός που λήγει σε χειλικό φθόγγο 2. το ουδ. ως ουσ. τα χειλικόληκτα γραμμ. γλωσσικά στοιχεία, λέξεις τών οποίων το θέμα λήγει σε χειλικό φθόγγο, όπως λ.χ. φόβ ος, τρέφ ω, κόπ ος … Dictionary of Greek
amyelotrophy — Path. (əˌmaɪəˈlɒtrəfɪ) [mod. f. Gr. ἀ priv. + µυελ ός marrow + τροϕία nourishment; f. τρέϕ ειν to nourish.] ‘Atrophy of the spinal cord.’ Syd. Soc. Lex. 1879 … Useful english dictionary