τρέφ'

τρέφ'
τρέφε , τρέφω
thicken
pres imperat act 2nd sg
τρέφε , τρέφω
thicken
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
τρέπε , τρέπω
Studien zum griech. Perf.
pres imperat act 2nd sg
τρέπε , τρέπω
Studien zum griech. Perf.
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • φάκτον — (I) τὸ, Α πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factum «έργο, πράξη, πεπραγμένο»]. (II) τὸ, Α δοχείο μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. λ., η οποία απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pakoto και η οποία θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ρίζα τού επιθ …   Dictionary of Greek

  • χειλικόληκτος — η, ο, Ν 1. γραμμ. αυτός που λήγει σε χειλικό φθόγγο 2. το ουδ. ως ουσ. τα χειλικόληκτα γραμμ. γλωσσικά στοιχεία, λέξεις τών οποίων το θέμα λήγει σε χειλικό φθόγγο, όπως λ.χ. φόβ ος, τρέφ ω, κόπ ος …   Dictionary of Greek

  • amyelotrophy — Path. (əˌmaɪəˈlɒtrəfɪ) [mod. f. Gr. ἀ priv. + µυελ ός marrow + τροϕία nourishment; f. τρέϕ ειν to nourish.] ‘Atrophy of the spinal cord.’ Syd. Soc. Lex. 1879 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”